direct acting - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

direct acting - translation to ελληνικό

LEGAL TERM REFERRING TO A PERSON TEMPORARILY HOLDING A POSITION OF OFFICE
Acting chairman; Acting capacity

direct acting      
άμεση ενέργεια
direct debit         
FINANCIAL TRANSACTION IN WHICH ONE PERSON WITHDRAWS FUNDS FROM ANOTHER PERSON'S BANK ACCOUNT
Direct withdrawal; Direct Debit; Direct debits; Incasso; Inkasso; Inkaso; Pre-Authorized Debit; Lastschrift; Bankeinzug; Elektronisches Lastschriftverfahren; SEPA Direct Debit; Debit order
n. άμεση χρέωση
direct action         
  • Removing ballast from a train track to protest transport of nuclear waste by rail
ACTION TAKEN BY A GROUP INTENDED TO REVEAL AN EXISTING PROBLEM, HIGHLIGHT AN ALTERNATIVE, OR DEMONSTRATE A POSSIBLE SOLUTION TO A SOCIAL ISSUE
Nonviolent direct action; Non-violent direct action; Direct Action; Direct actions; Environmental direct action; Acción directa; Direct-action; Call to action (political); Violent direct action; Direct action (politics)
n. άμεση δράση

Ορισμός

direct marketing
¦ noun the business of selling products or services directly to the customer, e.g. by telephone selling.

Βικιπαίδεια

Acting (law)

In law, a person is acting in a position if they are not serving in the position on a permanent basis. This may be the case if the position has not yet been formally created, the person is only occupying the position on an interim basis, the person does not have a mandate, or if the person meant to execute the role is incompetent or incapacitated.